Στοχεύοντας αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για τους ασθενείς με κατάθλιψη: Στρατηγικές υποστήριξης της πλήρους λειτουργικής αποκατάστασης

Η μείζων κατάθλιψη είναι μια συχνή και σοβαρή νόσος με συμπτώματα που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες και είναι πολύ διαφορετικά από τον έναν ασθενή στον άλλο. Οι θεραπευτικοί στόχοι της κατάθλιψης έχουν εξελιχθεί πέρα από την απάντηση και την ύφεση, σύμφωνα με την αξιολόγηση με χρήση κλιμάκων όπως η HAM-D και η MADRS, προς την κατεύθυνση της εκτίμησης του συνόλου των συμπτωμάτων στον συναισθηματικό, γνωσιακό και σωματικό τομέα. Αυτό είναι πολύ κρίσιμο στο να βοηθηθούν οι ασθενείς να ωφεληθούν από θεραπείες που είναι περισσότερο σημαντικές για τους ίδιους, ιδιαίτερα ώστε να επιστρέψουν στο σύνηθες επίπεδο καθημερινής λειτουργικότητας και να ζήσουν μια παραγωγική και γεμάτη νόημα ζωή. Ο στόχος της πλήρους λειτουργικής αποκατάστασης παραμένει ωστόσο μια μεγάλη πρόκληση στην κλινική πρακτική.

Είναι αναγκαίο να επικεντρωθούμε στον καθένα ασθενή ξεχωριστά ώστε να υποστηρίξουμε την έγκαιρη και αποτελεσματική παρέμβαση στην κατάθλιψη

Ο Eduard Vieta, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, επεσήμανε την έγκαιρη αναγνώριση και την αποτελεσματική θεραπεία των πρώτων επεισοδίων ως τους βασικότερους παράγοντες για τη μείωση του κινδύνου της χρονιότητας, την αύξηση της πιθανότητας για λειτουργική αποκατάσταση και την αντιμετώπιση των νευροβιολογικών διεργασιών που αποτελούν τη βάση της εξέλιξης της κατάθλιψης. Για παράδειγμα, μελέτες fMRI επιδεικνύουν όχι μόνο την άμεση συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας της νόσου με τον όγκο του ιππόκαμπου αλλά, επίσης προτείνουν ότι η μεγαλύτερη μείωση όγκου λαμβάνει χώρα στα πρώτα καταθλιπτικά επεισόδια, παρέχοντας ένα χρονικό παράθυρο πιθανής παρέμβασης στα πολύ αρχικά στάδια της νόσου.1,2 Ο καθηγητής Vieta επίσης επεσήμανε ότι, ενώ η κλινική ύφεση αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη για τα αποτελέσματα στη λειτουργικότητα, πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η έκπτωση στη γνωσιακή απόδοση, η οποία συχνά εμμένει και κατά τη διάρκεια της ύφεσης των συμπτωμάτων, μπορεί επίσης να καθοδηγεί τη λειτουργική έκπτωση.3,4

Σύμφωνα με τον καθηγητή Vieta, η έγκαιρη και αποτελεσματική παρέμβαση βασίζεται σε στοχευμένες στρατηγικές που περιλαμβάνουν την επιλογή θεραπειών οι οποίες λαμβάνουν υπόψη το εξατομικευμένο προφίλ του ασθενούς σε όλες τις κατηγορίες συμπτωμάτων της κατάθλιψης και τη φροντίδα που βασίζεται σε μετρήσεις, ώστε να υποστηριχθεί η συνεχιζόμενη αξιολόγηση καθώς και οι πιθανές θεραπευτικές αλλαγές μετά την έναρξη της αγωγής, για παράδειγμα χρησιμοποιώντας e-health εργαλεία.5

 

Κλίμακες κατάθλιψης: Κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις;

Ο Koen Demyttenaere, Καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Leuven στο Βέλγιο, συνέχισε ενισχύοντας περαιτέρω τη σημασία της ασθενοκεντρικής προσέγγισης, όταν τίθενται οι θεραπευτικοί στόχοι και αξιολογούνται τα θεραπευτικά αποτελέσματα.6,7

Οι μελέτες δείχνουν ότι οι προσδοκίες της θεραπείας μπορεί να διαφέρουν δραματικά μεταξύ ιατρών και ασθενών και ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το θεραπευτικό αποτέλεσμα. 8, 9 Για να ξεπεραστεί αυτή η πρόκληση, ο καθηγητής Demyttenaere επεσήμανε τη σπουδαιότητα των μεθόδων και των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της κλινικής προόδου, εφόσον αυτές εκφράζουν τι είναι σημαντικότερο για τους ασθενείς. 

Ο καθηγητής παρουσίασε πρόσφατα δεδομένα με τη χρήση της κλίμακας LAPS (Leuven Affect and Pleasure Scale), δείχνοντας ότι ενώ οι ιατροί μπορεί να επικεντρώνονται στην απουσία του αρνητικού συναισθήματος όταν αξιολογούν την αποκατάσταση, οι ασθενείς εκτιμούν ότι είναι σημαντικό να έχουν πλήρες εύρος συναισθημάτων, ευχαρίστηση, γνωσιακή και συνολική λειτουργικότητα, να βρίσκουν νόημα στη ζωή, ώστε να θεωρούν ότι βρίσκονται στη φάση της αποκατάστασης.10

Οι ιατροί και οι ασθενείς μπορεί επομένως να μην κατανοούν με τον ίδιο τρόπο την επιτυχημένη θεραπευτική έκβαση.  Η κλίμακα LAPS πιθανώς να παρέχει ένα μέσο αξιολόγησης των διαστάσεων που οι ασθενείς θεωρούν σημαντικές, πέρα από τα συμπτώματα διάθεσης.

 

Η επιστροφή στην εργασία δεν ισοδυναμεί και με λειτουργικότητα στην εργασία

Ο Pratap Chokka, Καθηγητής Κλινικής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Alberta, ολοκλήρωσε τη σειρά των ομιλιών συζητώντας για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι ασθενείς με κατάθλιψη, τον τύπο της έκπτωσης που σχετίζεται περισσότερο με την απόδοση στην εργασία τους και τις στρατηγικές αξιολόγησης και βελτίωσης των αποτελεσμάτων όσον αφορά τη λειτουργικότητα στην ομάδα των ασθενών αυτών.

Επισημαίνοντας τη στενή σχέση μεταξύ λειτουργικότητας στο εργασιακό περιβάλλον και ψυχικής υγείας, ο καθηγητής Chokka εξήγησε ότι πολλοί ασθενείς με κατάθλιψη αντιμετωπίζουν όχι μόνο το πρόβλημα της απουσίας από την εργασία (absenteeism), αλλά επίσης εμφανίζουν και μειωμένη αποδοτικότητα όταν βρίσκονται στην εργασία τους (presenteeism). Ο καθηγητής Chokka συνέχισε, εξηγώντας ότι η αντιμετώπιση των γνωσιακών συμπτωμάτων παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της εργασιακής απόδοσης. Πρόσφατα δεδομένα από τη μελέτη AtWoRC,11,12 μια μελέτη παρατήρησης διάρκειας 52 εβδομάδων στον Καναδά σε εργαζόμενους ασθενείς με κατάθλιψη, έδειξε ότι η βελτίωση των γνωσιακών συμπτωμάτων στην κατάθλιψη συσχετίστηκε με τη βελτίωση της λειτουργικότητας στην εργασία, μείωση των απουσιών, περιορισμό της χρήσης των υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας και εξοικονόμηση χρημάτων, όπως και βελτίωση της συνολικής λειτουργικότητας. Ο καθηγητής ολοκλήρωσε την εκδήλωση με το συμπέρασμα ότι, από το σύνολο των ομιλιών του συμποσίου το μήνυμα-κλειδί είναι ότι η θεραπεία θα πρέπει να εστιάζει, όχι μόνο στο να βοηθιούνται οι ασθενείς να επιστρέφουν, αλλά επίσης να ανακτούν τη λειτουργικότητά τους στην εργασία.

 

Εκπαιδευτική χορηγία δόθηκε στο δορυφορικό συμπόσιο του συνεδρίου ECNP από την H. Lundbeck A/S.

Our correspondent’s highlights from the symposium are meant as a fair representation of the scientific content presented. The views and opinions expressed on this page do not necessarily reflect those of Lundbeck.

Αναφορές

1. MacQueen GM et al. Proc Natl Acad Sci USA 2003; 100: 1387-92.

2. MacQueen GM et al. Biol Psychiatry 2008; 64: 880-3.

3. Evans VC et al. J Clin Psychiatry 2014;75:1359-70

4. Rock PL et al. Psychol Med 2014; 44: 2029-40.

5. Guo T, Xiang YT, Xiao L et al. Am J Psychiatry 2015; 172(10): 1004-1013.

6. Carpiniello B et al. Acta Psychiatr Scand 1997; 96: 235-41.

7. Zimmerman M et al. Am J Psychiatry 2006; 163: 148-50.

8. Demyttenaere K, Donneau AF, Albert A et al. J Affect Disord 2015; 174: 390-396.

9. Demyttenaere K, Donneau AF; Albert et al. J Affect Disord 2015; 174: 372-377.

10. Demyttenaere K Mortier P, Kiekens G et al. CNS Spectr 2019; 24: 265-74.

11. Chokka P, Bougie J, Rampakakis E et al. CNS Spectr. 2018; 24(3), 338-347.

12. Chokka P, Bougie J, Proulx J et al. CNS Spectr. 2019; 25, 1-12.