Η θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής (MΚΔ) με στόχο την αποτελεσματική αποκατάσταση των ασθενών στα προ κατάθλιψης επίπεδα λειτουργικότητας στην εργασία και στο σπίτι είναι μια από τις υψηλότερες προτεραιότητες στην παροχή ψυχικής υγείας. Εμπειρογνώμονες από την Ισπανία, την Αυστραλία και τον Καναδά εξήγησαν τον καλύτερο τρόπο επίτευξης της λειτουργικής αποκατάστασης και τον τρόπο αξιολόγησης αυτής στο EPA 2018.
Οι θεραπείες για την κατάθλιψη αποδίδουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την πρωτοποριακή, εκτεταμένη μετανάλυση βραχυπρόθεσμων μελετών που δημοσιεύθηκε στο Lancet τον Φεβρουάριο του 2018.1
Περαιτέρω στοιχεία για την αποτελεσματικότητα και ανεκτικότητα των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων όταν χρησιμοποιούνται από ασθενείς στην καθημερινή κλινική πρακτική παρέχονται επίσης από μακροχρόνιες μελέτες που προσομοιάζουν την καθημερινή κλινική πρακτική, δήλωσε ο Eduard Vieta, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης στην Ισπανία.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ΜΚΔ ώστε να μπορέσουν οι ασθενείς να επιστρέψουν στις πριν από την κατάθλιψη επιδόσεις τους στην εργασία, στο σπίτι και στην κοινωνική τους ζωή είναι μία από τις υψηλότερες προτεραιότητες στη φροντίδα ψυχικής υγείας
Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (MΚΔ) προκαλεί τη μεγαλύτερη επιβάρυνση μεταξύ όλων των ψυχιατρικών διαταραχών.2 Η αποτελεσματική αντιμετώπισή της, ώστε να μπορέσουν οι ασθενείς να επιστρέψουν στις πριν από την κατάθλιψη επιδόσεις τους στην εργασία, στο σπίτι και στην κοινωνική τους ζωή είναι μία από τις υψηλότερες προτεραιότητες στη φροντίδα ψυχικής υγείας, είπε ο καθηγητής Vieta.
Ο ορισμός της επιτυχούς αντιμετώπισης της κατάθλιψης έχει εξελιχθεί
Ο καθηγητής Vieta περιέγραψε πως, κατά τη δεκαετία του 1970, στόχος ήταν η απάντηση στη θεραπεία. Αυτό οριζόταν ως η μείωση των συμπτωμάτων ≥ 50% π.χ. μείωση της συμπτωματολογίας με βάση τη βαθμολογία στην κλίμακα αξιολόγησης της κατάθλιψης Montgomery-Åsberg (MADRS) ή στην κλίμακα αξιολόγησης Hamilton (HAM-D).3,4
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, σταδιακά τέθηκε ως στόχος η ύφεση και ο συνήθης ορισμός της ήταν η βαθμολογία MADRS ≤102 ή η βαθμολογία HAM-D17 ≤7.4,5 Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί από τους καταθλιπτικούς ασθενείς που επιτυγχάνουν ύφεση σύμφωνα με κλίμακες ή κλινικούς ορισμούς, δεν αντιλαμβάνονται οι ίδιοι να είναι σε ύφεση.2,4
Για να συμβιβάσουμε τις αντικρουόμενες αντιλήψεις των ασθενών και των κλινικών ιατρών, πρέπει να υπερβούμε παραδοσιακές απόψεις και δεδομένα.
Το 2018, ο θεραπευτικός μας στόχος προσβλέπει πλέον στην πλήρη, χωρίς συμπτώματα, λειτουργική αποκατάσταση που επιτρέπει στο άτομο να επιστρέψει στον τρόπο ζωής που είχε πριν από την εμφάνιση της κατάθλιψης. Η επίτευξή αυτού του αποτελέσματος επιβεβαιώνεται από την κλινική συνέντευξη σε συνδυασμό με την κλινική εντύπωση, με σκοπό την εξατομικευμένη εκτίμηση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής του συγκεκριμένου ασθενούς. 6 Είναι σημαντικό ο θεραπευτικός αυτός στόχος να ευθυγραμμίζεται και με τον επιθυμητό για τον ασθενή στόχο. 7
Πως επιτυγχάνεται η πλήρης λειτουργική αποκατάσταση
Ο καθηγητής Vieta διαπραγματεύτηκε το ερώτημα πώς να επιτευχθεί θεραπευτικά η πλήρης λειτουργική αποκατάσταση με βάση τα δημοσιευμένα δεδομένα.
Επεσήμανε ωστόσο ότι τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα εργαλεία αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της θεραπείας της κατάθλιψης, όπως οι κλίμακες αξιολόγησης MADRS και HAM-D, σχεδιάστηκαν προτού εκτιμηθεί πλήρως η σημασία της αναγνώρισης και θεραπείας των γνωσιακών συμπτωμάτων στην κατάθλιψη. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τα δέκα λήμματα στην κλίμακα MADRS, μόνο ένα (η δυσκολία συγκέντρωσης) επικεντρώνεται στη γνωσιακή ικανότητα.8
Παρά τους περιορισμούς αυτούς, οι μεταναλύσεις παρέχουν χρήσιμα στοιχεία σχετικά με τη συγκριτική αποτελεσματικότητα (ποσοστά ανταπόκρισης) και την ανεκτικότητα (διακοπή της θεραπείας) για τα αντικαταθλιπτικά νέας γενιάς, 8 είπε ο καθηγητής Vieta.
Αυτό έχει καταδειχθεί από τον Andrea Cipriani και τους συναδέλφους του,1 που πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη και πλέον ισχυρή ανάλυση συγκριτικής αποτελεσματικότητας και ανεκτικότητας 21 αντικαταθλιπτικών που χρησιμοποιήθηκαν ως άμεση θεραπεία σε ενήλικες με MΚΔ. Η μελέτη περιλάμβανε 522 μελέτες και 116.477 ασθενείς. Όλα τα αντικαταθλιπτικά που μελετήθηκαν ήταν πιο αποτελεσματικά από το εικονικό σκεύασμα. Οι διαφορές μεταξύ μεμονωμένων αντικαταθλιπτικών (ιδιαίτερα σε ελεγχόμενες με εικονικό σκεύασμα μελέτες) όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ανεκτικότητα ήταν σχετικά μικρές.
Ο καθηγητής Vieta τόνισε, ωστόσο, τη σημασία των post-hoc αναλύσεων μακροχρόνιας θεραπείας για την αξιολόγηση της ανεκτικότητας, της συμμόρφωσης και της παραμονής στη θεραπεία.9
Η κλινική σημασία της αξιολόγησης της γνωσιακής λειτουργίας και της συνολικής λειτουργικότητας στη MΚΔ
Οι ασθενείς με υπολειμματικά συμπτώματα υποτροπιάζουν νωρίτερα και έχουν τριπλάσιες πιθανότητες υποτροπής από τους ασθενείς χωρίς υπολειμματικά συμπτώματα.10
Τα κλινικά συμπτώματα που σχετίζονται με γνωσιακούς τομείς, όπως οι εκτελεστικές λειτουργίες, η προσοχή, η μνήμη και η ταχύτητα επεξεργασίας, οδηγούν σε λειτουργική έκπτωση, εξηγεί ο Bernhard Baune, Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Royal Adelaide Hospital, Πανεπιστήμιο της Αδελαϊδας στην Αυστραλία.
Κατά τη διάγνωση, το 68% των ασθενών με MΚΔ έχει σοβαρή λειτουργική δυσλειτουργία.11 Ο καθηγητής Baune τόνισε την ανάγκη αντιμετώπισης αυτής της έκπτωσης, 12 πέραν της ύφεσης των καταθλιπτικών συμπτωμάτων για να επιτευχθεί πλήρης αποκατάσταση.
Το νέο εγχείρημα είναι να κάνουμε το καλύτερο δυνατό ώστε να βοηθήσουμε τους ασθενείς μας όχι απλά να νιώθουν καλά, αλλά και να ενεργούν καλά. Το να νιώθεις καλά και να ενεργείς καλά οδηγεί στο να είσαι καλά.
Ωστόσο, ο καθηγητής Baune σημείωσε ότι τα στοιχεία σχετικά με τη συγκριτική αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών στα γνωσιακά συμπτώματα είναι περιορισμένα. Πολύ λίγα αντικαταθλιπτικά επιδεικνύουν στατιστικά σημαντική βελτίωση στις γνωσιακές δοκιμασίες, για παράδειγμα στη δοκιμασία αντικατάστασης αριθμών με σύμβολα (DSST) έναντι του εικονικού φαρμάκου και έναντι άλλων αντικαταθλιπτικών.13
Ωστόσο, ο καθηγητής Baune σημείωσε ότι τα στοιχεία σχετικά με τη συγκριτική αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών στα γνωσιακά συμπτώματα είναι περιορισμένα. Πολύ λίγα αντικαταθλιπτικά επιδεικνύουν στατιστικά σημαντική βελτίωση στις γνωσιακές δοκιμασίες, για παράδειγμα στη δοκιμασία αντικατάστασης αριθμών με σύμβολα (DSST) έναντι του εικονικού φαρμάκου και έναντι άλλων αντικαταθλιπτικών.13
Οι μελέτες αποτελεσματικότητας των αντικαταθλιπτικών σε «πραγματικές» συνθήκες συμπληρώνουν τις πιο παραδοσιακές τυχαιοποιημένες διπλά τυφλές μελέτες που απαιτούνται από τα ρυθμιστικά όργανα, δήλωσε ο Pratap Chokka, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα στον Καναδά.
Οι μελέτες που προσομοιάζουν την καθημερινή κλινική πρακτική παρέχουν ευρύτερες πληροφορίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και ανεκτικότητα των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και τη σχετική συμμόρφωση και τήρηση της θεραπείας από τους ασθενείς, σε περιστάσεις που αντικατοπτρίζουν πιο πιστά τις συνθήκες της καθημερινής κλινικής πρακτικής.
Ο καθηγητής Chokka επεσήμανε ως παράδειγμα τη μελέτη AtWoRC (Αξιολόγηση της Εργασιακής παραγωγικότητας και η Σχέση της με τα Γνωσιακά συμπτώματα). Πρόκειται για μια πρόσφατα ολοκληρωμένη, επεμβατική, ανοικτού τύπου μελέτη σε εργαζόμενους ασθενείς με MΚΔ στον Καναδά που έλαβαν αντικαταθλιπτικό με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα στις γνωσιακές λειτουργίες.
Η βελτίωση στα γνωσιακά συμπτώματα της κατάθλιψης οδηγεί στη βελτίωση της παραγωγικότητας στο χώρο εργασίας
Τα αποτελέσματα έδειξαν την ύπαρξη ισχυρής συσχέτισης μεταξύ της βελτίωσης στα γνωσιακά συμπτώματα της κατάθλιψης και της βελτιωμένης παραγωγικότητας στο χώρο εργασίας,14 ενισχύοντας την ανάγκη αντιμετώπισης των γνωσιακών συμπτωμάτων της κατάθλιψης με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργικότητας.
Αυτό το δορυφορικό συμπόσιο χρηματοδοτήθηκε από φαρμακευτική εταιρία και παρουσιάστηκε στο EPA 2018.