Τα τελευταία χρόνια, οι στόχοι στη διαχείριση των ασθενών με σχιζοφρένεια έχουν εξελιχθεί από τον έλεγχο των συμπτωμάτων, στη βελτίωση και τη διαχείριση της λειτουργικής αποκατάστασης για τον ασθενή, με την ποιότητα ζωής να χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο ως πολύ σημαντική τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους κλινικούς ιατρούς. Ωστόσο, μόνο ένα μικρό ποσοστό των ασθενών επιτυγχάνει πλήρη αποκατάσταση , παρά το πλήθος των διαθέσιμων θεραπειών. Οι διαφορές στο προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών μεταξύ των θεραπειών αποτελούν συνεπώς σημαντική παράμετρο κατά την επιλογή μιας θεραπείας. Η αναζήτηση του τι μπορούν να κάνουν οι κλινικοί γιατροί για να βελτιωθεί η λειτουργικότητα των ασθενών βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα είναι μια συνεχής και σημαντική συζήτηση.
Η βελτιωμένη λειτουργικότητα αναγνωρίζεται στις θεραπευτικές κατευθυντήριες οδηγίες ως μια σημαντική έκβαση της θεραπείας στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας, εξήγησε η Sofia Brissos, από τη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, σε ένα γεμάτο ενδιαφέρον ακροατήριο κατά τη διάρκεια ενός δορυφορικού συμποσίου στο φετινό ECNP. Ωστόσο, η λειτουργικότητα είναι ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και να μετρηθεί. Αυτό που είναι γνωστό, είναι ότι η λειτουργική ικανότητα μειώνεται καθώς η νόσος εξελίσσεται και με κάθε υποτροπή.
Η λειτουργικότητα αναγνωρίζεται από τις θεραπευτικές κατευθυντήριες οδηγίες ως μια σημαντική έκβαση της θεραπείας στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας.
Η αποκατάσταση είναι εφικτή αλλά απαιτεί μια ειδικά προσαρμοσμένη, συντονισμένη προσέγγιση που να ενσωματώνει φαρμακευτικές, ψυχοκοινωνικές και ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις προκειμένου να μειωθεί το συνολικό φορτίο της νόσου.
Ένα κουταλάκι ζάχαρης απλά δεν είναι αρκετό για να χρυσώσει το χάπι
Το πρόβλημα είναι, όπως είπε στο κοινό μετά από μια μικρή δημοσκόπηση ο Greg Mattingly, από το Μισσούρι των Η.Π.Α., πως όλοι αντιδρούν στη λήψη φαρμάκων - ειδικά φαρμάκων που τους κάνουν να αισθάνονται άσχημα. Και οι ασθενείς με σχιζοφρένεια δεν διαφέρουν όσον αφορά αυτό το θέμα .
Όπως συμβαίνει με όλα τα φάρμακα, οι αντιψυχωτικές θεραπείες συνδέονται με μια σειρά ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων - σε ορισμένες περιπτώσεις - των μεταβολικών. Η πιθανότητα εμφάνισής τους πρέπει να συζητηθεί με τον ασθενή και οι κλινικοί γιατροί πρέπει να κατανοήσουν τους πιθανούς δισταγμούς των ασθενών στην
υιοθέτηση θεραπειών που συνεπάγονται τέτοιες πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. Ο Δρ Mattingly σημείωσε: "Θα επέλεγα μια ουσία που θα με έκανε να αισθάνομαι όλη την ώρα πεινασμένος και χωρίς τον έλεγχο του σώματός μου για τον εαυτό μου ή κάποιο αγαπημένο πρόσωπο; Όχι. Γιατί τότε το κάνουμε εμείς αυτό για τους ασθενείς μας;"
Η ισορροπία διέγερσης - καταστολής
Οι διεγερτικές και κατασταλτικές δράσεις των φαρμάκων είναι πιθανώς από τις πιο «ενοχλητικές» ανεπιθύμητες ενέργειες που βιώνουν συνολικά οι ασθενείς. Ευτυχώς, είναι διαθέσιμα κάποια αντιψυχωτικά που ούτε διεγείρουν ούτε καταστέλλουν και τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης. Καθώς οι παρενέργειες της θεραπείας μπορούν να έχουν αρνητική επίδραση στη λειτουργικότητα και στην ποιότητα ζωής του ασθενούς, η προσπάθεια βελτιστοποίησης του ελέγχου των συμπτωμάτων, ελαχιστοποιώντας τις ανεπιθύμητες ενέργειες, είναι υψίστης σημασίας.
Η προσπάθεια βελτιστοποίησης του ελέγχου των συμπτωμάτων, ελαχιστοποιώντας τις ανεπιθύμητες ενέργειες, είναι υψίστης σημασίας.
Η πλειοψηφία των αντιψυχωτικών δεύτερης γενιάς ασκούν τη δράση τους μέσω του ανταγωνισμού των υποδοχέων D2 και 5-ΗΤ2Α. Ο ανταγωνισμός στον D2 υποδοχέα μειώνει τη μεσομεταιχμιακή υπερδραστηριότητα και με αυτό τον τρόπο μειώνει τα θετικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, με την πιθανή όμως επιπλοκή των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων (EPS). Ο ανταγωνισμός στον 5-ΗΤ2Α υποδοχέα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων, μειώνοντας την απελευθέρωση της ντοπαμίνης στο ραβδωτό σώμα και μπορεί να περιορίσει την υπερβολική απελευθέρωση προλακτίνης από τα κύτταρα της υπόφυσης, αντισταθμίζοντας την άρση αναστολής τους από την ντοπαμίνη.
Ο ανταγωνισμός του D2 υποδοχέα, όσο καλή και αν είναι η αποτελεσματικότητά του στα θετικά συμπτώματα, μπορεί να μην είναι η βέλτιστη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των αρνητικών συμπτωμάτων, της γνωστικής λειτουργικότητας, της ποιότητας ζωής και της ευεξίας - των παραμέτρων που βοηθούν τους ασθενείς να αισθάνονται και να λειτουργούν καλύτερα.
Βρίσκοντας τη χρυσή τομή του βέλτιστου αποκλεισμού των υποδοχέων
Ο Ofer Agid, από το Οντάριο του Καναδά, πρότεινε πως ίσως υπάρχει ένα ιδανικό σημείο που εξισορροπεί καλύτερα για τον ασθενή τον αποκλεισμό των υποδοχέων, σε μια προσπάθεια τόσο να ελεγχθούν τα θετικά συμπτώματα όσο και να βελτιωθεί το υποκειμενικό αίσθημα ευεξίας του ασθενούς.
Ένας βασικός παράγοντας για τον μερικό αγωνισμό των D2 είναι ο καθορισμός του βέλτιστου επιπέδου εγγενούς δραστηριότητας του υποδοχέα. Αν η συγκέντρωση του ενδογενούς προσδέτη είναι πολύ χαμηλή, η δραστηριότητα του φαρμάκου είναι πιο κοντά σε εκείνη ενός αγωνιστή, με πιθανή έλλειψη αντιψυχωτικής δράσης και εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών όπως ναυτία, έμετος, αϋπνία και υπερκινητικά φαινόμενα. Αν αυτή είναι πολύ υψηλή, η δραστηριότητα του φαρμάκου είναι πολύ κοντά σε έναν ανταγωνιστή, με πιθανό αυξημένο κίνδυνο EPS και αυξημένα επίπεδα προλακτίνης.
Οι μερικοί αγωνιστές όχι μόνο είναι αποτελεσματικοί αλλά και βελτιώνουν τη λειτουργικότητα στη σχιζοφρένεια
Όπως αναφέρθηκε από τον Christoph Correll, από τη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, και οι τρεις διαθέσιμοι μερικοί αγωνιστές D2 έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικοί σε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες κλινικές μελέτες, ενώ η βελτίωση στη λειτουργικότητα των ασθενών έχει μετρηθεί σε δύο από τους τρεις. Ίσως η επίτευξη της χρυσής τομής να είναι πιο κοντά από όσο νομίζουμε.
Η αναφορά αυτή προέρχεται από ένα δορυφορικό συμπόσιο στο ECNP, που χρηματοδοτήθηκε από τις Lundbeck και Otsuka.