Η ανηδονία είναι ένα βασικό σύμπτωμα κατάθλιψης και κακός προγνωστικός παράγοντας έκβασης της θεραπείας. Παρόλο που η προέλευση της λέξης χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα και πολλά συμπτώματα ανηδονίας περιγράφονται σε κλασικά κείμενα σχετικά με την κατάθλιψη, η κομβική της θέση στη διάγνωση της καταθλιπτικής διαταραχής είναι σχετικά πρόσφατη. Στην επιστημονική βιβλιογραφία ο όρος ανηδονία για πρώτη αναφορά εμφανίζεται το 1959. Το αυξημένο ερευνητικό ενδιαφέρον για την ανηδονία από την δεκαετία του 1990 και μετά, αποδίδεται στη δημοσίευση του DSM-III, το οποίο την κατέστησε ως βασικό κριτήριο κατάθλιψης, ορίζοντάς την ως απώλεια ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης.
Σημαντικά μειωμένο ενδιαφέρον ή μειωμένη ευχαρίστηση σε όλες, ή σχεδόν όλες τις δραστηριότητες, τις περισσότερες μέρες ή σχεδόν κάθε μέρα
Στα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5 η ανηδονία ορίζεται ως «σημαντικά μειωμένο ενδιαφέρον ή μειωμένη ευχαρίστηση σε όλες, ή σχεδόν όλες τις δραστηριότητες, τις περισσότερες μέρες ή σχεδόν κάθε μέρα» (όπως υποδεικνύεται είτε από την υποκειμενική εμπειρία, είτε από παρατήρηση). Πιο αναλυτικά, το άτομο αισθάνεται λιγότερο ενδιαφέρον για χόμπι, δεν νοιάζεται πια για τίποτα, δεν αισθάνεται απόλαυση από δραστηριότητες που προηγουμένως θεωρούνταν ευχάριστες, ενώ υπάρχει μείωση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος ή της επιθυμίας. Τα μέλη της οικογένειας ενδέχεται να παρατηρήσουν κοινωνική απόσυρση του ατόμου ή παραμέληση ευχάριστων δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, η ανηδονία συχνά περιγράφεται ως ένα σύνολο συμπτωμάτων που ‘διαπερνούν’ το τριμερές μοντέλο του νου (συναίσθημα, βούληση και γνώση). Οι νευροβιολογικές και ψυχολογικές ερμηνείες που έχουν αποδοθεί στην ανηδονία σχετίζονται με τα κυκλώματα ανταμοιβής και ευχαρίστησης στον εγκέφαλο και τη θετική συναισθηματική κατάσταση, αντίστοιχα. Παρότι οι ερμηνείες αυτές αλληλο-επικαλύπτονται μερικώς, η νευροβιολογική θεώρηση φαίνεται πιο κατάλληλη για την κατανόηση των ανηδονικών συναισθημάτων, ενώ η ψυχολογική θεώρηση πιο κατάλληλη για την κατανόηση της ανηδονικής διάθεσης ή των ανηδονικών στοιχείων του χαρακτήρα.
Από μια πιο φαινομενολογική άποψη, η σοβαρή και εμμένουσα ανηδονία στην κατάθλιψη είναι κάτι παραπάνω από ένα σύμπτωμα ή ένα σύνολο συμπτωμάτων. Θα μπορούσε μάλλον να είναι η πρωταρχική εκδήλωση μιας υπαρξιακής αλλαγής όσον αφορά την αίσθηση της πραγματικότητας. Η εκτίμηση της ανηδονίας στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε στη συνέχεια να οδηγήσει σε καλύτερη κατανόηση του καταθλιπτικού ασθενούς και συνεπώς σε καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα οδηγώντας σε βελτιωμένες βιολογικές ή ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις.
Απόδοση κειμένου (De Fruyt J, Sabbe B, Demyttenaere K. Anhedonia in Depressive Disorder: A Narrative Review. Psychopathology 2020;53(5–6):274–81) ως περίληψη : Κων/νος Τσαμάκης, Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής, ΠΓΝ 'Αττικόν’, Research Visitor, Institute of Psychiatry, Psychology and Neuroscience, King’s College, London, UK