Στο πλαίσιο του 8ου Συνεδρίου Βιοψυχοκοινωνικής Προσέγγισης στην Ιατρική Περίθαλψη, που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη 1-3 Νοεμβρίου 2018, πραγματοποιήθηκε κλινικό φροντιστήριο με τον τίτλο «Προσδοκίες στην καθημερινή κλινική πρακτική – πόσο λειτουργικός μπορεί να γίνει ένας ασθενής με σχιζοφρένεια νωρίς στην πορεία της νόσου;». Συντονιστής του κλινικού φροντιστηρίου δίωρης διάρκειας ήταν ο ψυχίατρος κ. Δήμος Δημέλλης (424 ΓΣΝΕ, Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας “Ego Ideal”). Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε τα βασικά σημεία αυτού του κλινικού φροντιστηρίου.
Η παρουσίαση δημοσιευμένων στοιχείων από τον συντονιστή καθώς και η διαδραστική συζήτηση που ακολούθησε αφορούσε το σημαντικό θέμα της έκπτωσης της λειτουργικότητας των ασθενών που πάσχουν από σχιζοφρένεια και βρίσκονται στο αρχικό στάδιο της νόσου. Συζητήθηκαν οι συνέπειες της χαμηλής λειτουργικότητας, τόσο στην εξέλιξη της νόσου όσο και στην ποιότητα ζωής των ασθενών, καθώς και η κλινική σημασία που έχει η βελτίωση και προστασία της. Τέλος, έγινε ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών σχετικά με τις προσδοκίες του θεράποντος ψυχιάτρου για το επίπεδο της λειτουργικότητας που μπορεί να διατηρήσει ένας τέτοιος ασθενής μακροπρόθεσμα.
«Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί ως εισαγωγή είναι ότι η λειτουργικότητα των ασθενών με σχιζοφρένεια είναι μια παραμελημένη έννοια για τους κλινικούς ψυχιάτρους – τα συμπτώματα είναι εκείνα στα οποία εστιαζόμαστε ενώ δεν υπάρχει σαφής ορισμός για τη λειτουργικότητα», ανέφερε ο συντονιστής στην εισαγωγή του κλινικού φροντιστηρίου. «Γιατί όμως ασχολούμαστε με τα συμπτώματα και σχεδόν μόνο με αυτά;» Η συζήτηση ανέδειξε αρκετές αιτιολογίες που σχετίζονταν κυρίως με την ιατροκεντρική προσέγγιση θεραπείας όπου η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι τα φάρμακα ως εργαλεία αντιμετώπισης της νόσου βελτιώνουν τα συμπτώματα και όχι απαραίτητα τη λειτουργικότητα των ασθενών με σχιζοφρένεια.
«Η λειτουργικότητα είναι μια υποτιμημένη παράμετρος στην αξιολόγηση της κλινικής εικόνας των ασθενών με σχιζοφρένεια και της πορείας αυτών γιατί δεν θεωρούμε ότι έχουμε αξιόπιστα εργαλεία ώστε να τη βελτιώσουμε και να την προστατεύσουμε μακροπρόθεσμα», συμπέρανε ο συντονιστής και με τη βοήθεια μιας κλινικής περιγραφής ξεκίνησε η συζήτηση για τον θεραπευτικό ορισμό της λειτουργικότητας των ασθενών με σχιζοφρένεια που βρίσκονται νωρίς στην πορεία της νόσου μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα καθώς και για τις προσδοκίες των ψυχιάτρων.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ειπώθηκαν και καταγράφηκαν οι προσδοκίες που θα έπρεπε εξ αρχής να έχουν οι θεραπευτές για τους ασθενείς με σχιζοφρένεια, ειδικά για εκείνους που βρίσκονται στα πρώτα χρόνια της νόσου. Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι είναι σημαντικό ο ασθενής να τα καταφέρνει στη δουλειά, στις καθημερινές δραστηριότητες, να υποστηρίζει αυτόνομη διαβίωση και διακίνηση (π.χ. να μπορεί να χρησιμοποιεί μέσα μαζικής μεταφοράς, να μπορεί να κάνει ψώνια) και να έχει αντίστοιχες ευθύνες, να έχει φίλους, να έχει ερωτική-σεξουαλική ζωή, να αλληλεπιδρά συναισθηματικά, να έχει αυτοεκτίμηση, να μπορεί να κάνει σχέδια και όνειρα για το μέλλον του. Τελικά, να φτάσει όσο πιο κοντά είναι δυνατό στο επίπεδο αυτονομίας, κοινωνικής αλληλεπίδρασης και διαβίωσης που είχε στο προ-νοσηρό επίπεδο – μιας και η λειτουργικότητα και οι ανάλογες προσδοκίες επίτευξής της θα πρέπει να είναι εξατομικευμένες.
Τέλος, στο κλείσιμο του κλινικού φροντιστηρίου, συζητήθηκε ότι τα οφέλη για έναν κλινικό ψυχίατρο όσον αφορά τη βελτίωση της λειτουργικότητας ασθενών με σχιζοφρένεια είναι πολλαπλά, όπως η μείωση των υποτροπών και ο καλύτερος έλεγχος των συμπτωμάτων, η μείωση των επερχόμενων νοσηλειών (περιορισμός του φόρτου για έναν νοσοκομειακό ιατρό), μέσω αυτών η διευκόλυνση της δημιουργίας και ενδυνάμωσης της θεραπευτικής συμμαχίας, και τέλος φυσικά η ικανοποίηση του ίδιου του ιατρού και η καλή φήμη για έναν ιδιώτη ψυχίατρο.