Οι θεραπευτικές εκβάσεις στη σχιζοφρένεια - τι έχει σημασία για τους ασθενείς;

Οι θεραπευτικοί στόχοι για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας έχουν εξελιχθεί από την πρόληψη των υποτροπών και τον έλεγχο των συμπτωμάτων, στην προαγωγή της αποκατάστασης και την υποστήριξη των ασθενών για την επίτευξη των προσωπικών τους στόχων1-3, δήλωσε η ψυχίατρος Sofia Brissos από το Centro Hospitalier Psiquiatrico de Lisboa, Λισαβόνα, Πορτογαλία σε ένα δορυφορικό συμπόσιο που αναφερόταν στις προσδοκίες των ασθενών με σχιζοφρένεια, σχετικά με τις θεραπευτικές εκβάσεις και τους στόχους, στο ECNP στην Κοπεγχάγη.

Οι ανάγκες των ασθενών και των φροντιστών, οι προσδοκίες και οι προσωπικές εμπειρίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το στάδιο της νόσου, π.χ. στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο (First Episode of Psychosis, FEP) σε σχέση με τη χρόνια σχιζοφρένεια. Ένα άτομο που βιώνει FEP μπορεί να εκφράσει την ελπίδα να επιστρέψει στην καθημερινότητα, ενώ ένα άτομο που πάσχει από χρόνια σχιζοφρένεια θα εστιαστεί στην επιθυμία για λιγότερες υποτροπές4.

Οι ψυχίατροι και οι ασθενείς έχουν διαφορετικές αλλά εξίσου σημαντικές γνώσεις και εμπειρίες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη φροντίδα και τη θεραπεία

Η από κοινού λήψη αποφάσεων είναι μια διαδικασία στην οποία οι κλινικοί ιατροί και οι ασθενείς συνεργάζονται για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την περίθαλψη και τη θεραπεία βασισμένες, τόσο στις κλινικές ενδείξεις όσο και στις τεκμηριωμένες προτιμήσεις των ασθενών.5 Βασική αρχή αποτελεί η αναγνώριση ότι οι ψυχίατροι και οι ασθενείς έχουν διαφορετικές αλλά εξίσου σημαντικές, γνώσεις και εμπειρίες για αυτή τη διαδικασία. Η από κοινού λήψη αποφάσεων μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες αποφάσεις, βελτίωση της υγείας, καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα και αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων.

Η ψυχίατρος κ. Brissos παρουσίασε στοιχεία από υποομάδες ασθενών που αποτιμούσαν διαφορετικούς θεραπευτικούς στόχους. Η μια ομάδα «Εστιασμένη στο κλινικό αποτέλεσμα» προτεραιοποίησε τη μείωση των συμπτωμάτων της νόσου και των νοσηλειών, ενώ η άλλη ομάδα «Εστιασμένη στη λειτουργικότητα» προτεραιοποίησε τη βελτίωση των σχέσεων με την οικογένεια και τους φίλους και την ενίσχυση των ενδιαφερόντων για χόμπι, σπουδές ή εργασία.6

Οι διαφορετικές προτεραιότητες θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στην επιλογή της θεραπείας και αντικατοπτρίζουν τις κατευθυντήριες οδηγίες ως προς την κλινική πρακτική, υποστηρίζοντας ότι οι φαρμακολογικές και οι ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις πρέπει να προσαρμόζονται στους στόχους, τις ανάγκες, τις ικανότητες και τις συνθήκες των ατόμων 7.

Η ψυχίατρος κ. Brissos κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατανοώντας σε βάθος τον τρόπο που οι ασθενείς προτεραιοποιούν τους θεραπευτικούς στόχους μπορεί να διευκολύνει την εμπλοκή των ασθενών στη θεραπεία και να αυξήσει πιθανώς την ικανοποίηση της φροντίδας.

Ο καθηγητής κ. Rajiv Tandon, από το Western Michigan University College of Medicine, Μίσιγκαν, ΗΠΑ, παρουσίασε δεδομένα από μια έρευνα ασθενών που εστιάστηκε στις εμπειρίες των ασθενών με ανεπιθύμητες ενέργειες, λόγω της αντιψυχωτικής αγωγής.8

Συμπεριλήφθηκαν συνολικά 435 συμμετέχοντες από χώρες εντός και εκτός της ΕΕ και οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφάνιζαν οι ασθενείς με αντιψυχωτικά δεύτερης γενιάς ήταν «υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας», «δυσκολία στον ύπνο», «αίσθηση ξηρού στόματος» και «αίσθηση ναρκωμένου σαν ζόμπι».

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που θεωρήθηκαν ενοχλητικές από τους ασθενείς είχαν σοβαρές επιπτώσεις σε όλες τις αξιολογούμενες πτυχές της λειτουργικότητας των ασθενών: σωματικές, κοινωνικές, συναισθηματικές και επαγγελματικές

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που θεωρούνται ενοχλητικές από τους ασθενείς, δηλ. διέγερση, καταστολή, μεταβολικές (αύξηση βάρους) και ενδοκρινολογικές (προβλήματα στην ικανοποίηση από το σεξ), αναφέρθηκαν ότι επηρεάζουν τη λειτουργικότητα και τα συναισθήματα των ασθενών. Οι βαθμολογίες μεταξύ 50 και 70 σε κλίμακα οπτικών αναλόγων (visual analogue scale) 0 έως 100 έδειξαν σημαντική επίπτωση σε όλες τις αξιολογούμενες παραμέτρους της λειτουργικότητας των ασθενών: σωματική, κοινωνική, συναισθηματική και επαγγελματική. Επιπλέον, η ποιότητα ζωής ήταν χειρότερη σε ασθενείς με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών.

Ο καθηγητής κ. Tandon κατέληξε, υπογραμμίζοντας τη σημασία να λαμβάνουμε υπόψιν μας τη γνώμη των ασθενών, κατά την αξιολόγηση της επίδρασης των αντιψυχωτικών ανεπιθύμητων ενεργειών.

Οι άνθρωποι που ζουν με σχιζοφρένεια έχουν χειρότερη ποιότητα ζωής από αυτή των υγιών ατόμων και η ποιότητα ζωής τους επιδεινώνεται με την εξέλιξη της ασθένειας.9,10 Η πρόληψη των υποτροπών που οδηγεί σε λειτουργική βελτίωση αποτελεί επομένως, το πρώτο βήμα για την επίτευξη βελτιωμένης ποιότητας ζωής, τόνισε η καθηγήτρια κ. Diane McIntosh, από το University of British Columbia, Βανκούβερ, Καναδάς. Η πορεία της σχιζοφρένειας είναι ετερογενής.11 Επιπλέον, η ποιότητα ζωής περιλαμβάνει τόσο υποκειμενικές όσο και αντικειμενικές παραμέτρους και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη βέλτιστη ποιότητα ζωής μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερομένων - ασθενών, οικογενειών και ιατρών. Η καθηγήτρια κ. McIntosh τόνισε ότι η εξατομίκευση όλων των θεραπειών - φαρμακολογικών και μη - μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής.

Η εξατομίκευση όλων των θεραπειών - φαρμακολογικών και μη - μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής

Τι είναι η τεκμηριωμένη με στοιχεία ιατρική (evidence-based medicine); Το ερώτημα αυτό τέθηκε από τον καθηγητή κ. Leslie Citrome, από το New York Medical College, Valhalla, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ στην αρχή της ομιλίας του. Συνέχισε ενσωματώνοντας την έννοια της «τεκμηριωμένης με στοιχεία ιατρικής», δηλαδή το συνδυασμό της κλινικής γνώσης και εμπειρίας με τα καλύτερα διαθέσιμα εξωτερικά κλινικά στοιχεία από τη συστηματική έρευνα12, στην «τεκμηριωμένη με στοιχεία κλινική πρακτική» - μια προσέγγιση λήψης αποφάσεων στην οποία ο κλινικός ιατρός χρησιμοποιεί τα καλύτερα διαθέσιμα τεκμηριωμένα στοιχεία, σε συνεννόηση με τον ασθενή, προκειμένου να αποφασίσουν ποια επιλογή ταιριάζει καλύτερα στον ασθενή.13

Όπως έδειξε η μελέτη Clinical Antipsychotic Trials of Intervention Effectiveness (CATIE) 14, η μη ανοχή ήταν ένας από τους κύριους λόγους διακοπής της φαρμακευτικής αγωγής για τους ασθενείς.

Η επίδραση οποιασδήποτε ανεπιθύμητης ενέργειας μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά από τους ασθενείς και από τους κλινικούς ιατρούς. Μια ανεπιθύμητη ενέργεια που προκαλεί δυσφορία στον ασθενή είναι πιο πιθανό να επηρεάσει την συμμόρφωση, ενώ ένας κλινικός ιατρός μπορεί να είναι περισσότερο εστιασμένος σε παρενέργειες που προκαλούν σωματική βλάβη.15

Η κατανόηση των σχετικών επιστημονικών στοιχείων απαιτεί την αξιολόγηση του μεγέθους των αποτελεσμάτων και για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται συχνά τα βασικά εργαλεία, όπως του αριθμού που απαιτείται για τη θεραπεία (Number Needed to Treat) και του αριθμού που απαιτείται για τη βλάβη (Number Needed to Harm).

Οι NNT είναι γενικά μικροί για εγκεκριμένες θεραπείες στην ψυχιατρική. Για παράδειγμα, δύο έως πέντε ασθενείς με σχιζοφρένεια πρέπει να υποβληθούν σε θεραπεία για να διαπιστωθεί ότι ένας ασθενής έχει όφελος κατά 40% μείωσης στην κλίμακα BPRS (Brief Psychiatric Rating Scale) ή να ταξινομηθεί ως «πολύ βελτιωμένη εικόνα» στην κλίμακα CGI (Clinical Global Impression) σε σύγκριση με τη χορήγηση εικονικού φαρμάκου.16

Ωστόσο, οι τιμές NNH για συγκεκριμένες ανεπιθύμητες ενέργειες έναντι του εικονικού φαρμάκου ποικίλουν πολύ περισσότερο από τις τιμές NNT για τις μετρήσεις αποτελεσματικότητας έναντι του εικονικού φαρμάκου, πράγμα που σημαίνει ότι το ίδιο φάρμακο μπορεί να έχει πολύ διαφορετικές τιμές NNH για π.χ. αύξηση του σωματικού βάρους, υπνηλία και ακαθησία.

Η ίδια θεραπευτική προσέγγιση δεν ταιριάζει σε όλους

Η ετερογένεια των ασθενών όσον αφορά την ανταπόκριση στη θεραπεία καθιστά, συνεπώς, απαραίτητο να υπάρχουν επιλογές που θα αυξήσουν την πιθανότητα να βρεθεί η σωστή θεραπεία για το σωστό άτομο - η ίδια θεραπευτική προσέγγιση δεν ταιριάζει σε όλους, δήλωσε ο καθηγητής κ. Citrome.

Ο κ. Paul Gionfriddo, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Mental Health America (Μ.Κ.Ο), ΗΠΑ, παρουσίασε τα αποτελέσματα που προέκυψαν από ένα διαδικτυακό εργαλείο αξιολόγησης για την ψύχωση, χρησιμοποιώντας το Prodromal Questionnaire (PQ-B), ένα αυτο-συμπληρούμενο εργαλείο μέτρησης κινδύνου για την εμφάνιση ψυχωτικής συνδρομής. Από σχεδόν 300.000 άτομα που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο το διάστημα 2017-2018, το 73% είχε πιθανό κίνδυνο εμφάνισης ψύχωσης. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν ηλικίας κάτω των 25 ετών, με εισόδημα κάτω από του μέσου και ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν ασφάλεια υγείας.

Μετά το πέρας της μελέτης, οι συμμετέχοντες εξέφρασαν την ανάγκη για πληροφορίες σχετικά με την ψυχική υγεία όπως φυλλάδια / εφαρμογές που προσφέρουν οδηγίες αντιμετώπισης, online / εφαρμογές κινητών τηλεφώνων για την παρακολούθηση των συμπτωμάτων και της υγείας, παραπομπές σε επαγγελματίες υγείας ή συναφείς ειδικότητες και τέλος τηλεφωνικούς αριθμούς γραμμών για άμεση υποστήριξη. Ως απάντηση στα αποτελέσματα αυτά, η Mental Health America έχει δημιουργήσει μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, με εξατομικευμένες προτάσεις εργαλείων βοηθείας για κάθε χρήστη.

Ο κ. Gionfriddo υπογράμμισε την ανάγκη αμφισβήτησης της ενιαίας προσέγγισης ή της παραδοσιακής κλινικής φροντίδας και τη σημασία του να αφουγκραζόμαστε και να εμπιστευόμαστε τους ασθενείς, έτσι ώστε να μπορούν να λένε τι θέλουν και πότε το θέλουν.

 

Η οικονομική υποστήριξη για αυτό το εκπαιδευτικό δορυφορικό συμπόσιο παρέχεται από την H. Lundbeck A / S.

 

Our correspondent’s highlights from the symposium are meant as a fair representation of the scientific content presented. The views and opinions expressed on this page do not necessarily reflect those of Lundbeck.

Αναφορές

  1. Hasan et al. World J Biol Psychiatry 2013;14(1):2–44
  2. Lehman et al. APA Practice Guidelines, 2010
  3. NICE Guidance 2014 (Available from: https://www.nice.org.uk/guidance/cg178)
  4. Pietrini et al. Neuropsychiatr Dis Treat 2019;15:1045-1060
  5. Foot et al. The King’s Fund, 2014
  6. Bridges et al. Patient Prefer Adherence 2018;12:63–70
  7. Canadian Psychiatric Association. Can J Psychiatry 2005;50(13 Suppl 1):7S–57S
  8. Weiss et al. Poster at APA 2019
  9. Brissos et al. Psychiatry Res 2008;160(1):55–62; 
  10. Bobes et al. Dialogues Clin Neurosci 2007;9(2):215–226
  11. Carbon & Correll. Dialogues Clin Neurosci 2014;16(4):505–524
  12. Sackett et al. BMJ 1996;312(7023):71–72
  13. Citrome. Int J Clin Pract 2019;73(4):e13351
  14. Lieberman et al. N Engl J Med 2005;353(12):1209–1223
  15. Weiden & Buckley. J Clin Psychiatry 2007;68(Suppl 6):14–23
  16. Pinson & Gray. Psychiatr Serv 2003;54(2):145–146, 154