Η επιθυμία για αλκοόλ εξαρτάται από τη νευροχημεία και τα κυκλώματα του εγκεφάλου. Τα φάρμακα μπορούν να παίξουν ρόλο στην αναστροφή ή τη σταθεροποίηση της επίδρασης της διαταραχής χρήσης αλκοόλ στην εγκεφαλική λειτουργία, βοηθώντας τη διακοπή και/ ή μειώνοντας την κατανάλωση οινοπνεύματος, είπε στη συνάντηση ο Michael Fleming (North Western University, Chicago, USA).
Εφόσον η διαταραχή χρήσης αλκοόλ είναι μια χρόνια νόσος και λιγότεροι από 20-30% των ασθενών επιτυγχάνουν να αποφύγουν την υποτροπή, προσπάθειες να μειωθεί η κατανάλωση αλκοόλ, από το να στοχεύει κανείς την απόλυτη διακοπή για πάντα, είναι απαραίτητες σε πολλές περιπτώσεις.
Στην περίπτωση της διαταραχής χρήσης αλκοόλ προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε έναν πολύπλοκο συνδυασμό νευροβιολογικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένης της επιθυμίας και των συστημάτων επιβράβευσης και παρόρμησης. Συχνά συνυπάρχουν και άλλα ψυχιατρικά νοσήματα. Υπάρχει επίσης πιθανότητα ταυτόχρονης χρήσης και άλλων ουσιών και συγκεκριμένα στις Η.Π.Α., η χρήση της μαριχουάνας προκαλεί έντονη ανησυχία λόγω της αποποινικοποίησής της σε πολλές πολιτείες. Αντίθετα με την περίπτωση των καναβινοειδών, δεν υπάρχει ένας μοναδικός υποδοχέας. Το οινόπνευμα επηρεάζει πολλαπλά συστήματα νευροδιαβίβασης και τα συμπτώματα απόσυρσης μπορεί να επιμείνουν για μήνες.
Από όλες τις διαταραχές που οι ψυχίατροι καλούνται να αντιμετωπίσουν, αυτή είναι από τις πιο πολύπλοκες.
Οπότε δεν θα υπάρξει κάποια μαγική συνταγή. Τα φάρμακα από μόνα τους δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά. Πολλαπλές θεραπείες θα πρέπει να εφαρμοστούν, συμβουλευτική, ομαδική ψυχοθεραπεία, ομάδες αυτό-βοήθειας, θεραπεία αποκατάστασης. Συχνά η οικογένεια πρέπει να εμπλακεί όπως και ο ασθενής. Και πρέπει να διαχειριστούμε τα συνοδά νοσήματα.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι ανεξάρτητοι αλλά αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην κατανάλωση αλκοόλ. Και το πρόβλημά τους μπορεί να μην είναι εμφανές.
Σημείο να ξεκινήσει κανείς αποτελεί η αξιολόγηση της ποσότητας κατανάλωσης αλκοόλ, η οποία μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ ασθενών με διαταραχή χρήσης αλκοόλ. Χρήσιμοι βιοδείκτες όπως το ethyl glucuronide (EtG), ένας μεταβολίτης του οινοπνεύματος, και η phosphatidylethanol, ένα φωσφολιπίδιο που σχηματίζεται στην κυτταρική μεμβράνη των ερυθροκυττάρων, είναι διαθέσιμοι ώστε να επιβεβαιώσουν τη βαριά κατανάλωση οινοπνεύματος.
Ενώ το DSM-IV περιέγραφε ξεχωριστά τις 2 διαταραχές, την κατάχρηση και την εξάρτηση από το οινόπνευμα, το DSM-5 σήμερα έχει μόνο μία διάγνωση, τη διαταραχή χρήσης αλκοόλ, με υποκατηγορίες ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Για να υποφέρει από σοβαρή διαταραχή χρήσης αλκοόλ, ο ασθενής θα πρέπει να πληρεί τουλάχιστον 6 από τα 11 κριτήρια που αναφέρονται στο διαγνωστικό εργαλείο. Όντας σε αυτή την κατηγορία θα δικαιολογούσε φυσικά τη χορήγηση σκευασμάτων εξήγησε ο Dr Fleming. Αλλά οποιοδήποτε ιστορικό νοσηλειών λόγω συνδρόμου απόσυρσης ή αυτοκτονικής συμπεριφοράς προσθέτει στην πολυπλοκότητα της θεραπευτικής προσέγγισης.
Η παρούσα ομιλία έλαβε χώρα στο American Psychiatric Association (APA) 2015 Annual Meeting, May 16 - 20, 2015; Toronto, Ontario, Canada
Our correspondent’s highlights from the symposium are meant as a fair representation of the scientific content presented. The views and opinions expressed on this page do not necessarily reflect those of Lundbeck.