Η κλινική ύφεση και η λειτουργική αποκατάσταση ως αλληλένδετοι θεραπευτικοί στόχοι στους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Η αριπιπραζόλη μακράς δράσης ως θεραπευτική επιλογή.
Συγγραφή και επιμέλεια κειμένου: Στέφανος Δημητρακόπουλος, Ψυχίατρος, Επιμελητής Ψυχιατρικής Κλινικής 414 ΣΝΕΝ, επιστημονικός συνεργάτης Α' Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ
Η σχιζοφρένεια αποτελεί την σοβαρότερη ψυχιατρική διαταραχή και δύναται να επιφέρει σημαντική λειτουργική έκπτωση και αναπηρία. Η σύγχρονη βιβλιογραφία καταδεικνύει πως η βέλτιστη μακροπρόθεσμη πρόγνωση μπορεί να επιτευχθεί μέσω της έγκαιρης κλινικής ύφεσης των συμπτωμάτων και της διατήρησής της αλλά και της λειτουργικής επαναφοράς των ασθενών, ιδιαίτερα τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της νόσου. Η επίτευξη αλλά και η σταθεροποίηση του βέλτιστου θεραπευτικού αποτελέσματος υπονομεύεται από τη μειωμένη λειτουργικότητα τω ασθενών αλλά και τη μη συμμόρφωση τους στην φαρμακευτική αγωγή με αποτέλεσμα την εμφάνιση υποτροπών. Στην σύγχρονη ψυχιατρική θεραπευτική, η χρήση των αντιψυχωσικών μακράς δράσης, όπως η ενέσιμη αριπιπραζόλη μακράς δράσης, αποτελεί σημαντική επιλογή για την εξασφάλιση του διπλού στόχου της κλινικής ύφεσης και της λειτουργικής αποκατάστασης.
Η αξιοπιστία της αριπιπραζόλης μακράς δράσης ως προς την κλινική αποτελεσματικότητα και την λειτουργική αποκατάσταση καταδείχθηκε, μεταξύ άλλων, σε 2 πρόσφατες δημοσιεύσεις (Schöttle et al., 2018; Schöttle et al., 2020). Η μεθοδολογία της μελέτης αφορούσε σε πολυκεντρικό, προοπτικό, μη-παρεμβατικό σχεδιασμό, βάσει του οποίου 242 ασθενείς με διάγνωση σχιζοφρένειας, οι οποίοι προηγουμένως είχαν σταθεροποιηθεί σε per os αριπιπραζόλη, έλαβαν ενέσιμη αριπιπραζόλη άπαξ μηνιαίως και παρακολουθήθηκαν κλινικά για 6 μήνες. Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική βελτίωση τόσο σε κλινικούς δείκτες (όπως μετρήθηκαν με τις κλίμακες BPRS, CGI-S, CGI-I, TRAEs) όσο και σε δείκτες λειτουργικότητας/ποιότητας ζωής (όπως μετρήθηκαν με τις κλίμακες GAF, WHO-5), 6 μήνες μετά την αλλαγή σε ενέσιμη αριπιπραζόλη. Επιπρόσθετα, η βελτίωση ως προς την ψυχοπαθολογία και τη λειτουργικότητα φάνηκε να αφορά κυρίως τους νέους (<35 ετών) ασθενείς. Η παρατηρούμενη βελτίωση των ασθενών αποδόθηκε στην θεραπευτική συμμόρφωση, στη σταθεροποίηση των επιπέδων του φαρμάκου στο πλάσμα και στην συστηματικότερη επαφή τους με τις υπηρεσίας υγείας λόγω της αλλαγής σε ενέσιμη αριπιπραζόλη.
Συμπερασματικά, η επιλογή ενέσιμης μακράς διάρκειας αντιψυχωσικής αγωγής, όπως η αριπιπραζόλη άπαξ μηνιαίως, δύναται να προσφέρει περαιτέρω κλινική και λειτουργική βελτίωση, ακόμα και σε θεωρητικά σταθεροποιημένους ασθενείς, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της νόσου.