Ενέσιμη αριπιπραζόλη: νέος τρόπος έναρξης της θεραπείας, πιο γρήγορος και πιο απλός.
Χωρίς να κινδυνεύει η ασφάλεια του ασθενούς, ούτε να μειώνεται η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.
Της Γεωργίας Μπαλτά, ψυχιάτρου
Η σχιζοφρένεια είναι μία χρόνια πάθηση από την οποία, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, είναι δύσκολο να απαλλαγούμε οριστικά. Το μόνο που μπορούμε - και οφείλουμε - ως θεράποντες ιατροί να κάνουμε, είναι μία σταθερή υποστήριξη με φαρμακευτική αγωγή - με τα ενέσιμα αντιψυχωσικά φάρμακα να είναι ένας άσσος στο μανίκι μας. Μας προστατεύουν -αμφότερους εμάς και τους ασθενείς μας- από τις υποτροπές, που ακολουθούν τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής ή την ελλιπή συμμόρφωση των ασθενών μας.
Η ενέσιμη αριπιπραζόλη 400mg μηνιαίως έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική στον έλεγχο των συμπτωμάτων του ασθενούς και στην αποτροπή των υποτροπών. Στη μέχρι τώρα καθημερινή κλινική πρακτική, η έναρξη της θεραπείας με ενέσιμη αριπιπραζόλη, απαιτούσε την ταυτόχρονη από του στόματος χορήγηση του φαρμάκου για 14 ημέρες, μέχρι να επιτευχθούν θεραπευτικά επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα. Η αναζήτηση απλούστερου και ταχύτερου τρόπου σταθεροποίησης των επιπέδων του φαρμάκου απέφερε θετικά αποτελέσματα -χωρίς φυσικά να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια του ασθενούς.
Πρόσφατη, λοιπόν, έρευνα προτείνει ένα διαφορετικό τρόπο έναρξης της αγωγής, με ταυτόχρονη χορήγηση δύο δόσεων αριπιπραζόλης ενδομυϊκά σε δύο διαφορετικούς μυς (γλουτιαίο και/ή δελτοειδή) και άπαξ χορήγηση pes os αριπιπραζόλης 20 mg. Στο άρθρο των Yanlin Wang et al (2021), αξιολογήθηκε η φαρμακοκινητική συμπεριφορά του φαρμάκου, στις δύο διαφορετικές επιλογές έναρξης της θεραπείας. Συγκεντρώθηκαν στοιχεία από εφτά κλινικές μελέτες, στις οποίες συνολικά συμμετείχαν 817 άνθρωποι: 52 υγιείς εθελοντές και 765 ασθενείς με σχιζοφρένεια. Οι διαφορετικές επιλογές έναρξης της θεραπείας αφορούσαν είτε μία ενδομυϊκή ένεση 400 mg του φαρμάκου σε ασθενείς, οι οποίοι για 14 μέρες ελάμβαναν ταυτόχρονα από του στόματος αγωγή (και συνεπώς είχανε εγκαταστήσει σταθερά επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα), είτε δύο ενέσεις ενδομυϊκώς, σε δύο διαφορετικές μυϊκές ομάδες με ταυτόχρονη άπαξ χορήγηση 20mg αριπιπραζόλης από το στόμα. Συνολικά μετρήθηκαν 8214 συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο πλάσμα, 16% των οποίων ήταν μετά από per os χορήγηση, 65% μετά από ενδομυϊκή ένεση στο γλουτιαίο μυ, 16% μετά από ενδομυϊκή στο δελτοειδή μυ και 3% μετά από ενδομυϊκή ένεση στον τρικέφαλο μηριαίο ή στον τετρακέφαλο μηριαίο μυ.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι με τον νέο τρόπο έναρξης, η συγκέντρωση του φαρμάκου στο πλάσμα έφθασε σε θεραπευτικά επίπεδα από την πρώτη κιόλας μέρα θεραπείας. Αντίστοιχη ήταν και η κλινική απάντηση των ασθενών, δηλαδή οι δυο τρόποι έναρξης αποδειχτήκαν εφάμιλλοι ως προς την αποτελεσματικότητα. Τέλος, η ασφάλεια και η ανεκτικότητα του φαρμάκου με τον νέο τρόπο έναρξης, δεν διέφεραν από αυτές της μέχρι τώρα συνήθους έναρξης, με μία δόση ενέσιμου ενδομυϊκά και 14ήμερη από του στόματος αγωγή.
Στους ασθενείς οι οποίοι ήταν γνωστοί πτωχοί μεταβολιστές του ισοενζύμου 2D6 του κυτοχρώματος P450, τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα ήταν, ως αναμενόταν, υψηλότερα. Σε αυτούς τους ασθενείς συνίσταται μικρότερη δόση, δηλαδή έναρξη ενδομυϊκά με 300 mg του φαρμάκου, αντί για 400mg, σε δύο ενέσεις οι οποίες γίνονται στον ίδιο χρόνο σε διαφορετικό μυ και εφάπαξ 20mg per os αριπιπραζόλης.
Συμπερασματικά, μπορούμε να κερδίσουμε χρόνο κατά την εισαγωγή ενός ασθενούς στη θεραπεία με τον εναλλακτικό τρόπο έναρξης της ενέσιμης αριπιπραζόλης και να μειώσουμε τόσο τον κίνδυνο της πρώιμης διακοπής της θεραπείας, όσο και το χρόνο νοσηλείας, χωρίς να κάνουμε έκπτωση στην αποτελεσματικότητα, ούτε να θέσουμε σε κίνδυνο την ασφάλεια των ασθενών μας. Η εύρεση νέων αλγορίθμων στην θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών προσθέτει όπλα στη φαρέτρα μας και είναι πάντα ευπρόσδεκτη.